- ἐπέσπον
- ἐφέπωplyaor ind act 3rd plἐφέπωplyaor ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ολέθριος — α, ο (ΑΝ ὀλέθριος, ον, Α θηλ. και ὀλεθρία) [όλεθρος] αυτός που επιφέρει όλεθρο, αφανισμό, καταστροφή, ο καταστρεπτικός («οἵ πάντες ὀλέθριον ἧμαρ ἐπέσπον», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. (για πρόσ.) α) αυτός που κινδυνεύει να πεθάνει, ο ετοιμοθάνατος β) χαμένος … Dictionary of Greek
πότμος — ὁ, Α (ποιητ. τ.) 1. καθετί που συμβαίνει τυχαία σε κάποιον 2. μοίρα, τύχη, συνήθως κακή 3. θάνατος που καθορίζεται από το πεπρωμένο, μοιραίος θάνατος («ὀλόμην καὶ πότμον ἐπέσπον», Ομ. Οδ.) 4. ως κύριο όν. Πότμος η Μοίρα («ὁ μέγας Πότμος», Πίνδ.)… … Dictionary of Greek